- θερμοθεραπεία
- η(ιατρ.), θεραπευτική μέθοδος που βασίζεται στη χρησιμοποίηση της θερμότητας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θερμοθεραπεία — η θεραπευτική μέθοδος που βασίζεται στη χρησιμοποίηση τής θερμότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermotherapy < thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) + therapy (πρβλ. θεραπεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Παύλο Νιρβάνα στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ … Dictionary of Greek